Στο 28% του μέσου όρου της ευρωζώνης η καθαρή ιδιωτική περιουσία

Στο μικροσκόπιο την κατάσταση ενεργητικού-παθητικού των νοικοκυριών σε περισσότερες από 50 χώρες βάζει έκθεση της Allianz για τον Παγκόσμιο Πλούτο. Ειδικότερα για την Ελλάδα αναφέρει ότι οι θετικές εξελίξεις του προηγούμενου έτους δεν επαρκούν για να εξομαλύνουν τα προβλήματα των ισολογισμών των νοικοκυριών στην περιοχή της Ευρωζώνης. Το χάσμα του πλούτου βαθαίνει ολοένα και περισσότερο. Η μέση καθαρή ιδιωτική περιουσία στην Ελλάδα, αυτή τη στιγμή, ανέρχεται μόλις στο 28% του μέσου όρου της Ευρωζώνης, ενώ πριν από την κρίση το ποσοστό αυτό βρισκόταν αρκετά πάνω από το 50%. Στην Ισπανία το αντίστοιχο ποσοστό έπεσε από το 61% στο 44% τον περασμένο χρόνο.

 Σύμφωνα με τα πορίσματα της έκθεσης, τα ακαθάριστα περιουσιακά στοιχεία των νοικοκυριών σε παγκόσμιο επίπεδο αυξήθηκαν κατά 8,1% εντός του 2012. Η αύξηση αυτή ήταν η μεγαλύτερη που έχει σημειωθεί τα τελευταία έξι χρόνια και βρίσκεται πολύ πιο πάνω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο του 4,6% ανά έτος (από το 2001 έως το 2012), μετά τις προσαρμογές των συναλλαγματικών ισοτιμιών.

Ένας από τους κύριους παράγοντες ώθησης της ανάπτυξης κατά το τελευταίο έτος ήταν η θετική τάση των χρηματιστηρίων: τα περιουσιακά στοιχεία σε κινητές αξίες αυξήθηκαν κατά 10,4%, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα η συνολική αύξηση των ιδιωτικών περιουσιών παγκοσμίως να φτάσει στο νούμερο-ρεκόρ των 111 τρισ. ευρώ.

Παράλληλα, η αύξηση του παθητικού (στο οποίο περιλαμβάνονται και οι οφειλές σε στεγαστικά δάνεια) παρέμεινε στο ελεγχόμενο επίπεδο του 2,9% κατά το 2012, τον τέταρτο χρόνο μετά την κατάρρευση της Lehman. Η παγκόσμια αναλογία χρέους (το παθητικό εκφραζόμενο ως ποσοστό του ΑΕΠ) έπεσε κατά μία ακόμη ποσοστιαία μονάδα στο 65,9%, σε σύγκριση με το 71,6% του 2009.

Αυτό σημαίνει ότι, παγκοσμίως, τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία (τα ακαθάριστα περιουσιακά στοιχεία μείον το παθητικό) σημείωσαν στην πραγματικότητα διψήφια αύξηση, της τάξης του 10,4%. Όλες οι οικονομικές περιφέρειες ωφελήθηκαν από τη σημαντική αυτή αύξηση. Ακόμη και στην περιοχή της Ευρωζώνης, που πλήττεται από την κρίση, τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία παρουσίασαν αύξηση 7,2% – κυρίως λόγω της στασιμότητας του χρέους – ξεπερνώντας για πρώτη φορά προς το τέλος του 2012 την αξία που είχαν πριν από την κρίση.

Η περιουσιακή ανάπτυξη στη Γερμανία ήταν εξαιρετικά σταθερή κατά το προηγούμενο έτος, με τα ακαθάριστα περιουσιακά στοιχεία να σημειώνουν άνοδο 4,9% και τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία αύξηση κατά 6,8%, τοποθετώντας τη Γερμανία στο μέσο της ευρωπαϊκής κατάταξης.

«Το αυξανόμενο χάσμα πλούτου εντός της Ευρωζώνης είναι επακόλουθο της κρίσης», σχολίασε ο Μίκαελ Χάιζε, ο επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz, προσθέτοντας: «εάν το χάσμα αυτό μεταξύ βορρά και νότου μεγαλώσει περισσότερο, θα μπορούσε να υπονομεύσει τη συνοχή της Ευρωζώνης. Οι αναμορφωτικές προσπάθειες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα, άρχισαν να αποδίδουν καρπούς φέτος. Χρειάζονται περαιτέρω αποφασιστικά βήματα προς την ολοκλήρωση, προκειμένου να δοθεί ξανά σε όλους τους Ευρωπαίους μια ξεκάθαρη προοπτική ανάπτυξης κι ευημερίας».

Ειδικότερα η έρευνα αναφέρει:

Η περιουσιακή ανάπτυξη στη Γερμανία ήταν εξαιρετικά σταθερή κατά το προηγούμενο έτος, με τα ακαθάριστα περιουσιακά στοιχεία να σημειώνουν άνοδο 4,9% και τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία αύξηση κατά 6,8%, τοποθετώντας τη Γερμανία στο μέσο της ευρωπαϊκής κατάταξης. Όμως, μια πιο μακροπρόθεσμη ανάλυση φωτίζει πολύ πιο αισιόδοξα την ανάπτυξη στη Γερμανία: χάρη στην αυστηρή αποχή από το χρέος, η καθαρή κατά κεφαλήν ιδιωτική περιουσία ήταν σχεδόν κατά 18% υψηλότερη μέχρι το τέλος του 2012 απ’ ό,τι κατά την περίοδο πριν από την κρίση – καμία άλλη ισχυρή χώρα της ΟΝΕ δεν μπορεί να ανταγωνιστεί αυτό τον ρυθμό ανάπτυξης. Οι μόνες χώρες που επίσης κατάφεραν να σημειώσουν διψήφιο ποσοστό ανάπτυξης κατά την ίδια περίοδο ήταν η Ολλανδία και η Αυστρία.

Εντούτοις, σε διεθνές επίπεδο, η Γερμανία παρέμεινε κολλημένη στη 17η θέση των πλουσιότερων χωρών, με τη μέση καθαρή κατά κεφαλήν ιδιωτική περιουσία να ανέρχεται συνολικά στα 41.950 ευρώ κατά το τέλος του 2012 (βλ. πίνακα). Όμως η απόσταση που τη χωρίζει από χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία, οι οποίες βρίσκονται σε (ακόμα) καλύτερη θέση στην κατάταξη, έχει μειωθεί σημαντικά. «Οι αποταμιευτές της Γερμανίας έχουν αντεπεξέλθει με αρκετή επιτυχία στην κρίση μέχρι σήμερα», παρατήρησε ο Χάιζε. «Η ισχυρή τάση αποταμίευσης, σε συνδυασμό με την υγιή αύξηση των κερδών, έχουν μέχρι τώρα καταφέρει να αναχαιτίσουν την απότομη πτώση των επιτοκίων. Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει περιθώριο επανάπαυσης, μιας και η μέτρια κατάταξη της Γερμανίας δεν θα πρέπει να μας κάνει περήφανους σε καμία περίπτωση. Το ζήτημα της μακροπρόθεσμης συσσώρευσης περιουσίας ανήκει στην πολιτική ατζέντα, ιδίως λόγω των επικείμενων δημογραφικών μεταβολών».

Οι σχετικά καλές επιδόσεις της Γερμανίας και η σημαντική ανάπτυξη που σημείωσε το προηγούμενο έτος δεν πρέπει, ωστόσο, να μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια δεν ασκούν καμία απολύτως επίδραση στην αύξηση της περιουσίας. Η πραγματικότητα είναι εντελώς αντίθετη, σύμφωνα με τη σχετική ανάλυση αποταμιευτικής συμπεριφοράς που διενεργήθηκε στις ΗΠΑ και την Ευρωζώνη. Οι αποταμιευτές δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στη ρευστότητα τα τελευταία χρόνια. Το ποσοστό συσσώρευσης περιουσιακών στοιχείων, που περιλαμβάνει τις τραπεζικές καταθέσεις, έχει γίνει πολύ μεγαλύτερο κατά την περίοδο της ύφεσης. Στο διάστημα των τελευταίων πέντε ετών, οι τράπεζες ωφελούνταν σε ποσοστό μεγαλύτερο του μισού των νέων λογαριασμών ταμιευτηρίου εντός της Ευρωζώνης και τα δύο τρίτα των λογαριασμών αυτών στις ΗΠΑ. Η τάση αποφυγής μακροπρόθεσμων επενδύσεων, που παρουσιάζουν μια λογική σχέση κινδύνου/απόδοσης, απλά επιτείνει τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των χαμηλών επιτοκίων, όσον αφορά τη συσσώρευση περιουσιακών στοιχείων.

Κατά συνέπεια, η αύξηση της ιδιωτικής περιουσίας στις οικονομικές αυτές περιφέρειες έχει αρχίσει να παρουσιάζει ομοιότητες με αυτήν της Ιαπωνίας, τουλάχιστον στο πλαίσιο μιας πιο μακρόχρονης ανάλυσης: μετά την κατάρρευση της Lehman, το μέσο ποσοστό ανάπτυξης σε ακαθάριστα κατά κεφαλήν περιουσιακά στοιχεία ανέρχεται σε 0% (Ιαπωνία), 0,1% (ΗΠΑ) και 1,1% (Ευρωζώνη). Αντίθετα, κατά τη συγκρινόμενη περίοδο πριν από την ύφεση, η σχετική κλίμακα εκτεινόταν από το 1,6% στην Ιαπωνία μέχρι το 10,3% στις ΗΠΑ. Άλλη μία συνέπεια της κρίσης και των χαμηλών επιτοκίων είναι και η επίταση της άνισης κατανομής του πλούτου. Στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρωζώνη, ο αριθμός των ατόμων που ανήκουν στην υψηλή οικονομική τάξη έχει παρουσιάσει πτώση τόσο σε απόλυτους όσο και σε σχετικούς (ποσοστό επί του συνολικού πληθυσμού) αριθμούς. Στην Ιαπωνία τα σχετικά νούμερα παραμένουν στάσιμα. Από την άλλη πλευρά, σήμερα πιο πολλοί άνθρωποι συγκαταλέγονται στη χαμηλή οικονομική τάξη στις τρεις αυτές οικονομικές περιφέρειες.

Η κατηγορία αυτή αποτελεί το 30% τόσο στην Ευρωζώνη όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ ανέρχεται στο 10% περίπου στην Ιαπωνία. Η αξιοσημείωτη ανισοκατανομή πλούτου στην Ευρωζώνη και στις ΗΠΑ προκαλεί την ανησυχία ότι οι ρωγμές στον κοινωνικό ιστό που οφείλονται στην πολιτική του μηδενικού επιτοκίου θα γίνουν αισθητές πολύ συντομότερα στις οικονομικές αυτές δυνάμεις απ’ ό,τι στην Ιαπωνία, όπου υπάρχει ακόμα σχετική ισότητα. «Τις συνέπειες της πολιτικής του μηδενικού επιτοκίου θα κληθούμε να πληρώσουμε σε βάθος χρόνου», συμπέρανε ο Χάιζε.

Και ενώ η κρίση έχει οδηγήσει στην αύξηση της «χαμηλής τάξης» στις εδραιωμένες προηγμένες οικονομίες, οι εξελίξεις στις φτωχότερες χώρες είναι πιο ενθαρρυντικές: εδώ, η αύξηση του αριθμού των μελών της παγκόσμιας μεσαίας τάξης αποτελεί την κύρια τάση. Μόνο το τελευταίο έτος, η τάξη αυτή αυξήθηκε κατά 140 εκατομμύρια ανθρώπους περίπου, με την Κίνα να κατέχει τη «μερίδα του λέοντος» στην αύξηση αυτή. Αυτό σημαίνει ότι περίπου 860 εκατομμύρια άνθρωποι με καθαρά περιουσιακά στοιχεία μεσαίου μεγέθους, ζούσαν σε χώρες που περιλαμβάνονταν στην ανάλυσή μας για το 2012.

Όμως η εκπληκτική αυτή ορμή που ώθησε στην αύξηση της παγκόσμιας μεσαίας τάξης δεν παρατηρείται μόνο κατά το προηγούμενο έτος. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δώδεκα χρόνων, οι αναδυόμενες οικονομίες συγκεκριμένα έχουν κάνει αξιοσημείωτη πρόοδο·από την αλλαγή της χιλιετίας κι έπειτα, η μερίδα του πληθυσμού που κατατάσσεται στη μεσαία τάξη σε παγκόσμιο επίπεδο έχει διπλασιαστεί στην Ανατολική Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική, ενώ έχει σχεδόν δεκαπλασιαστεί στην Ασία (με την εξαίρεση της Ιαπωνίας). Αυτό σημαίνει ότι το πρόσωπο της παγκόσμιας μεσαίας τάξης έχει αλλάξει σημαντικά. Το 2000, σχεδόν το 60% των μελών της προερχόταν από τη Βόρειο Αμερική ή τη Δυτική Ευρώπη, ενώ σήμερα κάθε δεύτερο μέλος της είναι από την Ασία – μια τάση που προβλέπεται ότι θα συνεχιστεί. Το ποσοστό που αναλογεί στη Βόρειο Αμερική και τη Δυτική Ευρώπη έχει πέσει κάτω από το 30%.

Αυτή η διαδικασία της κάλυψης της απόστασης ωθείται από τη διαρκή ισχυρή ανάπτυξη στις ακαθάριστες περιουσίες. Παρότι υπήρξε έντονη επιβράδυνση από το 2007 και μετά, η Ανατολική Ευρώπη παραμένει η «πρωταθλήτρια» της ανάπτυξης, στο πλαίσιο μιας μακροπρόθεσμης σύγκρισης, με τη μέση ετήσια ανάπτυξη να ανέρχεται στο 14,7% την περίοδο μεταξύ 2001 και 2012. Η Ασία (με την εξαίρεση της Ιαπωνίας) ακολουθεί σε μικρή απόσταση, ενώ μετά έρχεται η Λατινική Αμερική.

Παράλληλα όμως υπάρχει και μια αρνητική πλευρά: το ιδιωτικό χρέος αυξάνεται με ακόμη πιο γρήγορους ρυθμούς από όσο η ιδιωτική περιουσία. Στο διάστημα των τελευταίων δώδεκα ετών, τα νοικοκυριά της Ανατολικής Ευρώπης έχουν αυξήσει το παθητικό τους κατά 25,4% κατά μέσο όρο ετησίως. Εντούτοις, ο ρυθμός αύξησης του χρέους στην οικονομική αυτή περιφέρεια σημείωσε επιβράδυνση μετά την οικονομική κρίση, όπως ακριβώς και ο ρυθμός αύξησης της περιουσίας. Στις υπόλοιπες αναδυόμενες οικονομίες της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας (με την εξαίρεση της Ιαπωνίας) δεν υπάρχουν ενδείξεις εμφάνισης ανάλογου φαινομένου.

Tα νοικοκυριά στη Λατινική Αμερική έχουν διατηρήσει σταθερό το μέσο όρο αύξησης του χρέους τους στο 17% περίπου, κατά το χρονικό διάστημα πριν και μετά το 2007, ενώ στην Ασία (με την εξαίρεση της Ιαπωνίας), ο μέσος ρυθμός της ετήσιας ανάπτυξης αυξήθηκε από το 12,3% για την περίοδο μεταξύ 2003 και 2007 σε 15,8% για την περίοδο μεταξύ 2008 και 2012. «Παρόλο που το ιδιωτικό χρέος βρίσκεται ακόμη σε χαμηλά επίπεδα στις περισσότερες από αυτές τις χώρες, οφείλουμε να παρακολουθούμε πολύ στενά την εξέλιξή του. Οι χώρες αυτές δεν πρέπει να κάνουν τα ίδια λάθη με τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς, η ανάπτυξη που τροφοδοτείται από το χρέος δεν είναι ποτέ βιώσιμη», διαπιστώνει ο Χάιζε.

Όπως και τα προηγούμενα χρόνια, η «Παγκόσμια Έκθεση για τον Πλούτο» της Allianz κατατάσσει τα άτομα που διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία σε τρεις παγκόσμιες τάξεις. Στην παγκόσμια μεσαία τάξη συγκαταλέγονται όλα τα άτομα που διαθέτουν περιουσία από 4.900 ευρώ έως και 29.200 ευρώ. Η κατηγορία της «χαμηλής τάξης» περιλαμβάνει τα άτομα με καθαρά περιουσιακά στοιχεία κάτω του ορίου των 4.900 ευρώ, ενώ όσοι ανήκουν στην «υψηλή τάξη» διαθέτουν καθαρή περιουσία πάνω από 29.200 ευρώ.

Πηγή:

www.insuranceworld.gr