Αποκαλυπτική έκθεση της ΕΕ: Σταθερός παράγοντας ανάπτυξης ο ασφαλιστικός τομέας

Έκθεση για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρώπης εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην οποία εξετάζεται και αναλύεται και η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού τομέα. Αναλυτικά, η έκθεση αναφέρει τα εξής:

Το επιχειρηματικό μοντέλο του ασφαλιστικού τομέα είναι ιδιαίτερα κατάλληλο για τη στήριξη της βιωσιμότητας. Τα ασφαλιστικά προϊόντα δίνουν τη δυνατότητα στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να εστιάζουν στο μακροπρόθεσμο μέλλον, γνωρίζοντας ότι έχουν οικονομική προστασία από ενδεχόμενες βραχυπρόθεσμες κακοτυχίες. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο ασφαλιστικός τομέας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις επενδύσεις σε διάφορες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων, κατέχοντας συνολικά 29 τρισ. δολάρια σε υπό διαχείριση κεφάλαια.

Ο ασφαλιστικός τομέας είναι επίσης ο μεγαλύτερος θεσμικός επενδυτής στην Ευρώπη, το ενεργητικό του οποίου ανέρχεται σχεδόν στα 10 τρισ. ευρώ, ενώ αποτελεί περίπου το 60% του ΑΕΠ της ΕΕ. Σε επίπεδο χαρτοφυλακίου, οι περισσότερες υποχρεώσεις του τομέα είναι προβλέψιμες και μακροπρόθεσμες. Εάν το ρυθμιστικό και λογιστικό πλαίσιο δεν δημιουργούσε αντικίνητρα, οι ασφαλιστικές εταιρίες θα μπορούσαν να κατέχουν σημαντικά περιουσιακά στοιχεία στην πραγματική οικονομία και να λειτουργούν ως σταθεροποιητές στον οικονομικό και χρηματοοικονομικό κύκλο.

Ο ασφαλιστικός κλάδος ρυθμίζεται από το Solvency II, το οποίο είναι ίσως το πιο προηγμένο, περιεκτικό και πολύπλοκο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων στον κόσμο. Η μετάβαση σε ένα εναρμονισμένο καθεστώς βασισμένο στον κίνδυνο, σε συνδυασμό με την ενίσχυση της εσωτερικής διαχείρισης των κινδύνων, έχει πολλά θετικά σημεία. Ωστόσο, στο πλαίσιο της βιώσιμης και μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης γενικότερα, τίθεται το ερώτημα εάν η προσέγγιση οδηγεί σε υπερβολική τιμωρία των μακροπρόθεσμων επενδύσεων ή / και των μη ρευστοποιήσιμων περιουσιακών στοιχείων.

Το Solvency ΙΙ βασίζεται σε μια «σύμφωνη με την αγορά» αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων, η οποία ισοδυναμεί με την υπόθεση ότι όλα τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις μιας ασφαλιστικής εταιρίας θα πρέπει να είναι διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή. Αυτή η «σύμφωνη με την αγορά» προσέγγιση υποστηρίζεται σθεναρά από την κοινότητα των παγκόσμιων επενδυτών. Ωστόσο, πολλοί επαγγελματίες του ασφαλιστικού κλάδου πιστεύουν ότι η εφαρμογή της συγκεκριμένης αρχής στο Solvency II αποθαρρύνει τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις λόγω της συνακόλουθης μεταβλητότητας στους ισολογισμούς καθώς δεν αναγνωρίζει πλήρως και κατάλληλα τη σχέση μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων μιας ασφαλιστικής και των υποχρεώσεων της.

Ο λόγος είναι ότι ενώ το ασφαλιστικό επιχειρηματικό μοντέλο είναι εγγενώς μακροπρόθεσμο, η τρέχουσα προσέγγιση δίνει υπερβολική έμφαση στην αποτίμηση των υποχρεώσεων και των κεφαλαιακών απαιτήσεων για επενδυτικά περιουσιακά στοιχεία. Επίσης, η υπερεκτίμηση της ευαισθησίας των ασφαλιστικών εταιριών στις βραχυπρόθεσμες μεταβολές των τιμών των περιουσιακών στοιχείων οδηγεί σε ψευδείς διακυμάνσεις τόσο στα διαθέσιμα όσο και στα απαιτούμενα κεφάλαια. Αυτές οι επιπτώσεις δημιουργούν προκυκλικότητα και είναι ιδιαίτερα δυσμενείς για τα χαρτοφυλάκια με μακροπρόθεσμα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις. Το λεγόμενο πακέτο μακροπρόθεσμων εγγυήσεων στο πλαίσιο του Solvency II αποσκοπεί στην άμβλυνση της μεταβλητότητας και της προκυκλικότητας, παρόλα αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν ερωτήματα σχετικά με την αποτελεσματικότητά του.

Όσον αφορά την έννοια της «βιωσιμότητας», το προληπτικό ρυθμιστικό καθεστώς για τις ασφαλιστικές εταιρίες που περιλαμβάνεται στο πλαίσιο του Solvency II δεν απαιτεί ακόμη ρητά ζητήματα βιωσιμότητας που αντιμετωπίζονται από επιχειρήσεις ή εποπτικές αρχές. Η αναγνώριση των ζητημάτων βιωσιμότητας με μεγαλύτερη σαφήνεια θα μπορούσε να διευκολύνει τις επενδύσεις σε έργα (πράσινων) υποδομών.

Οι παράγοντες βιωσιμότητας θα μπορούσαν να ενσωματωθούν σε καθέναν από τους τρεις πυλώνες του πλαισίου προληπτικής εποπτείας για τον ασφαλιστικό τομέα. Τα προληπτικά πλαίσια θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν πιο ρητά τη μακροπρόθεσμη φύση των υποχρεώσεων των ασφαλιστικών εταιριών και τον μακροπρόθεσμο επενδυτικό τους ορίζοντα. Η τροποποίηση του Solvency II το 2016 για τη μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων για ορισμένες επενδύσεις σε έργα υποδομής αποτελεί σημαντικό βήμα, αλλά αφορά μόνο ένα συγκεκριμένο τμήμα του ευρύτερου ζητήματος.

Μια πιθανότητα θα ήταν να εξεταστεί το ενδεχόμενο περαιτέρω επέκτασης, αλλά είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η προώθηση της βιωσιμότητας δεν πρέπει να γίνει εις βάρος της υπονόμευσης της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Δεν πρέπει επίσης να συγχέεται με την αποδυνάμωση του κεφαλαιακού πλαισίου στο πλαίσιο υπό το Solvency II.

Οι παράγοντες βιωσιμότητας θα μπορούσαν επίσης να γίνουν σαφέστεροι στις αξιολογήσεις κινδύνου των ασφαλιστικών εταιριών και στα stress tests. Στο πλαίσιο του πυλώνα 2, οι ευρωπαίοι εποπτικοί φορείς θα μπορούσαν να επιμείνουν και να διασφαλίζουν ότι οι παράγοντες μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας θα ενσωματωθούν στην Εκτίμηση ιδίου Κινδύνου και Φερεγγυότητας (ORSA) των ασφαλιστικών εταιριών. Για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις με εσωτερικά μοντέλα, αυτές ενσωματώνουν ήδη μια προσέγγιση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές θα μπορούσαν να διασφαλίσουν ότι οι κίνδυνοι που σχετίζονται με ζητήματα βιωσιμότητας, όπως αυτοί που σχετίζονται με το κλίμα, θα περιλαμβάνονται στα stress tests μόλις καθοριστεί μια ισχυρή και ευρέως αποδεκτή μέθοδος. Η EIOPA θα μπορούσε να ενθαρρυνθεί να συμπεριλάβει «ορθές πρακτικές αειφορίας» στον πυλώνα ΙΙ.

Οι ασφαλιστικές εταιρίες συντάσσουν αλλά και χρησιμοποιούν ευρέως τις εκθέσεις βιωσιμότητας. Οι εκθέσεις βιωσιμότητας εταιριών στις οποίες μπορούν να επενδύσουν οι ασφαλιστικές, επιτρέπουν την ενίσχυση της ανάλυσης κινδύνου και τον εντοπισμό συγκεκριμένων περιπτώσεων στις οποίες θα μπορούσαν να εκτίθενται τα επιχειρηματικά μοντέλα των εταιριών. Οι εκθέσεις ενισχύουν επίσης την ικανότητα των ασφαλιστικών εταιριών να κατανοούν τις εκθέσεις κινδύνου που σχετίζονται με τη δική τους δραστηριότητα αναδοχής.

Ωστόσο, δεν υπάρχει σήμερα ειδικό καθεστώς σε επίπεδο ΕΕ που να απαιτεί από τις ασφαλιστικές εταιρίες να υποβάλλουν εκθέσεις σχετικές με ζητήματα βιωσιμότητας στο πλαίσιο των γνωστοποιήσεων του πυλώνα 3. Σύμφωνα με τη γαλλική νομοθεσία (άρθρο 173), καθορίζονται ειδικές υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων για ένα φάσμα χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών εταιριών, για τον τρόπο ενσωμάτωσης των ESG παραγόντων και, ειδικότερα, για τον τρόπο με τον οποίο ενσωματώνονται τα θέματα που αφορούν την κλιματική αλλαγή. Η ενσωμάτωση των τελικών συστάσεων της ειδικής ομάδας για θέματα που αφορούν το κλίμα (TCFD) του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSB) από την ΕΕ και η ανάπτυξη μιας νομοθεσίας ισοδύναμης με το άρθρο 173 αλλά πανευρωπαϊκής εμβέλειας θα αποτελέσουν ισχυρά θεμέλια για το θέμα αυτό. Οι εποπτικές αρχές θα μπορούσαν στη συνέχεια να εξετάσουν την επάρκεια και τη χρησιμότητα των αποτελεσμάτων των εκθέσεων από προληπτική άποψη.

Κατεύθυνση πολιτικής

Πρέπει να διερευνηθούν οι πιθανές συνέπειες της «σύμφωνης με την αγορά» προσέγγισης που εφαρμόζεται επί του παρόντος στο Solvency II σχετικά με τα μακροπρόθεσμα προϊόντα και τις επενδύσεις.

Πρέπει να εξεταστεί η μείωση ορισμένων περιορισμών που θα επιτρέψουν τις επενδύσεις σε μετοχικές και μακροπρόθεσμα περιουσιακά στοιχεία.

Οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές θα μπορούσαν να επιμείνουν και να διασφαλίζουν ότι οι παράγοντες μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας ενσωματώνονται στην ORSA.

Βρείτε την έκθεση (στα αγγλικά) εδώ.

Πηγή άρθρου: nextdeal.gr